„πιστός“: επίθετο, ως επίθετο πιστός [pisˈtos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πιστή, πιστό Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) treu, getreu treu (σε+δοτική | +Dativ +dat) πιστός φίλος, σύντροφος πιστός φίλος, σύντροφος getreu πιστός αντιγραφή πιστός αντιγραφή Beispiele πιστός στη γραμμή του κόμματος πολιτική | Politikπολιτ linientreu πιστός στη γραμμή του κόμματος πολιτική | Politikπολιτ πιστός στο πρωτότυπο originalgetreu πιστός στο πρωτότυπο „πιστός“: αρσενικό και θηλυκό πιστός [pisˈtos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Gläubige Gläubigeαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πιστός θρησκεία | Religionθρησκ πιστός θρησκεία | Religionθρησκ