„πιασμένος“ πιασμένος [pjazˈmenos], πιασμένη, πιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) besetzt, belegt, reserviert, steif, verspannt besetzt πιασμένος θέση, τηλέφωνο πιασμένος θέση, τηλέφωνο belegt πιασμένος δωμάτιο πιασμένος δωμάτιο reserviert πιασμένος τραπέζι πιασμένος τραπέζι steif, verspannt πιασμένος μέλη, μύες πιασμένος μέλη, μύες Beispiele είναι πιασμένος ο λαιμός μου einen steifen Hals haben είναι πιασμένος ο λαιμός μου