„πετρελαιοφόρος“ πετρελαιοφόρος [petreleoˈforos], πετρελαιοφόρα, πετρελαιοφόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ölhaltig, erdölhaltig ölhaltig, erdölhaltig πετρελαιοφόρος πετρελαιοφόρος Beispiele πετρελαιοφόρος περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich f Ölfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n πετρελαιοφόρος περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich f