περσικός
[persiˈkos], περσική, περσικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- persisch.περσικόςπερσικός
Beispiele
- περσικό χαλίουδέτερο | Neutrum, sächlich nPerserteppichαρσενικό | Maskulinum, männlich m