περιφρονώ
[perifroˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verachtenπεριφρονώ καταφρονώπεριφρονώ καταφρονώ
- missachtenπεριφρονώ νόμοπεριφρονώ νόμο
- ignorierenπεριφρονώ αδιαφορώπεριφρονώ αδιαφορώ