περιτέμνω
[periˈtemno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- beschneidenπεριτέμνω ιατρική | Medizinιατρ θρησκεία | Religionθρησκπεριτέμνω ιατρική | Medizinιατρ θρησκεία | Religionθρησκ