περιστρεφόμενος
[peristreˈfomenos], περιστρεφόμενη, περιστρεφόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- drehbarπεριστρεφόμενοςπεριστρεφόμενος
Beispiele
- περιστρεφόμενος δίσκοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mDrehscheibeθηλυκό | Femininum, weiblich f