περιπλέκω
[periˈpleko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verwickelnπεριπλέκω μπερδεύωπεριπλέκω μπερδεύω
- kompliziert machenπεριπλέκω κάνω πιο περίπλοκοπεριπλέκω κάνω πιο περίπλοκο