„περιπέτεια“: θηλυκό περιπέτεια [periˈpetia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Abenteuer, Erlebnis Abenteuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n περιπέτεια κ. ερωτική περιπέτεια κ. ερωτική Erlebnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n περιπέτεια βίωμα περιπέτεια βίωμα Beispiele ερωτική περιπέτεια Affäreθηλυκό | Femininum, weiblich f ερωτική περιπέτεια