περιοδικό
[perioðiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zeitschriftθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριοδικό κ. επιστημονικόπεριοδικό κ. επιστημονικό
- Illustrierteθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριοδικό εικονογραφημένοπεριοδικό εικονογραφημένο
Beispiele
-
- περιοδικό μόδαςModezeitschriftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιοδικό πληροφορικήςComputerzeitschriftθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen