περικόπτω
[periˈkopto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kürzen, beschneidenπερικόπτω μισθόπερικόπτω μισθό
- einschränkenπερικόπτω δαπάνεςπερικόπτω δαπάνες