περίοδος
[peˈrioðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zeitabschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mπερίοδος χρονικό διάστημαPeriodeθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίοδος χρονικό διάστημαπερίοδος χρονικό διάστημα
- Phaseθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίοδος φάση, στάδιοStadiumουδέτερο | Neutrum, sächlich nπερίοδος φάση, στάδιοπερίοδος φάση, στάδιο
- Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίοδος καιρόςπερίοδος καιρός
- Regelθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίοδος της γυναίκαςPeriodeθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίοδος της γυναίκαςπερίοδος της γυναίκας
- Satzgefügeουδέτερο | Neutrum, sächlich nπερίοδος γραμματική | Grammatikγραμμπερίοδος γραμματική | Grammatikγραμμ