πεποίθηση
[peˈpiθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Überzeugungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεποίθησηπεποίθηση
- Zuversichtθηλυκό | Femininum, weiblich fπεποίθηση αισιοδοξίαπεποίθηση αισιοδοξία
- Ansichtθηλυκό | Femininum, weiblich fπεποίθηση γνώμηMeinungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεποίθηση γνώμηπεποίθηση γνώμη