„πεισματάρικος“ πεισματάρικος [pizmaˈtarikos], πεισματάρικη, πεισματάρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) trotzig trotzig πεισματάρικος πεισματάρικος