παύση
[ˈpafsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Pauseθηλυκό | Femininum, weiblich fπαύση διακοπή, κ. μουσπαύση διακοπή, κ. μουσ
- Entlassungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαύση απόλυσηπαύση απόλυση