„παρωπίδες“: πληθυντικός θηλυκού παρωπίδες [paroˈpiðes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Scheuklappen Scheuklappenπληθυντικός | Plural pl παρωπίδες παρωπίδες