παραχωρώ
[paraxoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- überlassen (σε κάποιον jemandem)παραχωρώ αφήνω, δίνωπαραχωρώ αφήνω, δίνω
- abtreten (σε κάποιον an jemanden)παραχωρώ πράγμα, δικαίωμαπαραχωρώ πράγμα, δικαίωμα
- einräumenπαραχωρώ δικαίωμαπαραχωρώ δικαίωμα