παραχαράσσω
[paraxaˈraso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- fälschenπαραχαράσσω νομίσματαπαραχαράσσω νομίσματα
- verfälschenπαραχαράσσω αλήθεια, γεγονότα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαραχαράσσω αλήθεια, γεγονότα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ