„παραφυσικός“ παραφυσικός [parafisiˈkos], παραφυσική, παραφυσικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unnormal unnormal παραφυσικός παραφυσικός