παρασκευάζω
[paraskjeˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vorbereitenπαρασκευάζω προετοιμάζωπαρασκευάζω προετοιμάζω
- zubereitenπαρασκευάζω φαγητόπαρασκευάζω φαγητό
- herstellenπαρασκευάζω φάρμακοπαρασκευάζω φάρμακο