παραπέμπω
[paraˈpembo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- weiterleiten (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)παραπέμπω υπόθεσηπαραπέμπω υπόθεση
- verweisen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)παραπέμπω σε βιβλίο, κείμενοπαραπέμπω σε βιβλίο, κείμενο
- überweisenπαραπέμπω ασθενήπαραπέμπω ασθενή