„παραμικρός“ παραμικρός [paramiˈkros], παραμικρή, παραμικρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geringste, unwichtigste geringste(r, s), unwichtigste(r, s) παραμικρός παραμικρός Beispiele κλαίει με το παραμικρό er/sie weint beim geringsten Anlass κλαίει με το παραμικρό