παραλείπω
[paraˈlipo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- παραλείπω λέξη, πρόταση
- versäumenπαραλείπω να κάνω κάτιπαραλείπω να κάνω κάτι
- nicht erwähnenπαραλείπω δεν αναφέρωπαραλείπω δεν αναφέρω
- überspringenπαραλείπω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπαραλείπω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ