„παραλείπομαι“: αμετάβατο ρήμα παραλείπομαι [paraˈlipome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wegfallen wegfallen παραλείπομαι παραλείπομαι