„παρακλητικός“ παρακλητικός [paraklitiˈkos], παρακλητική, παρακλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bittend bittend παρακλητικός παρακλητικός