παραδοσιακός
[paraðosiaˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, παραδοσιακή, παραδοσιακόÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- traditionell, herkömmlich, althergebracht.παραδοσιακόςπαραδοσιακός
Beispiele
- παραδοσιακή ψηφοφόροςθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτική | PolitikπολιτStammwählerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παραδοσιακός ψηφοφόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολιτική | PolitikπολιτStammwählerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
παραδοσιακός
[paraðosiaˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Traditionalistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραδοσιακόςπαραδοσιακός