„παραβολή“: θηλυκό παραβολή [paravoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Vergleich, Gleichnis, Parabel Vergleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m παραβολή σύγκριση παραβολή σύγκριση Gleichnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n παραβολή αλληγορική διήγηση Parabelθηλυκό | Femininum, weiblich f παραβολή αλληγορική διήγηση παραβολή αλληγορική διήγηση