„πανηγυρικός“: επίθετο, ως επίθετο πανηγυρικός [panijiriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πανηγυρική, πανηγυρικό Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) feierlich feierlich πανηγυρικός πανηγυρικός Beispiele πανηγυρική παράστασηθηλυκό | Femininum, weiblich f θέατρο | Theaterθεατ Galavorstellung πανηγυρική παράστασηθηλυκό | Femininum, weiblich f θέατρο | Theaterθεατ „πανηγυρικός“: αρσενικό πανηγυρικός [panijiriˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Festrede Festredeθηλυκό | Femininum, weiblich f πανηγυρικός πανηγυρικός