„πανδοχείο“: ουδέτερο πανδοχείο [panðoˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Herberge Herbergeθηλυκό | Femininum, weiblich f πανδοχείο πανδοχείο