παγώνω
[paˈɣono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- tiefkühlenπαγώνω καταψύχωπαγώνω καταψύχω
- einfrierenπαγώνω πίστωση, μισθούςπαγώνω πίστωση, μισθούς
- einstellenπαγώνω πληρωμέςπαγώνω πληρωμές
παγώνω
[paˈɣono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- frierenπαγώνωπαγώνω
- gefrierenπαγώνω έδαφοςπαγώνω έδαφος
- erfrierenπαγώνω μύτη, δάχτυλαπαγώνω μύτη, δάχτυλα
- einfrierenπαγώνω νερό, σωλήναςπαγώνω νερό, σωλήνας
- erkaltenπαγώνω πάθοςπαγώνω πάθος
- erstarrenπαγώνω από φόβο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαγώνω από φόβο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ