πάρεδρος
[ˈpareðros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Beisitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπάρεδρος νομικός όρος | Rechtswesenνομπάρεδρος νομικός όρος | Rechtswesenνομ