„ουσιαστικοποιώ“: μεταβατικό ρήμα ουσιαστικοποιώ [usiastikopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) substantivieren substantivieren ουσιαστικοποιώ ουσιαστικοποιώ