„ορμώ“: αμετάβατο ρήμα ορμώ [orˈmo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) stürmen, sich stürzen stürmen ορμώ τρέχω με ορμή ορμώ τρέχω με ορμή sich stürzen (σε, εναντίον auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ορμώ ρίχνομαι ορμώ ρίχνομαι