ορθώνομαι
[orˈθonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich aufrichtenορθώνομαι στέκομαι όρθιοςορθώνομαι στέκομαι όρθιος
- sich erheben (κατά+γενική | +Genitiv +gen gegen)ορθώνομαι επαναστατώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφορθώνομαι επαναστατώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- ορθώνομαι τοίχος, βουνό