ορεκτικός
[orektiˈkos], ορεκτική, ορεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- appetitanregendορεκτικός που ανοίγει την όρεξηορεκτικός που ανοίγει την όρεξη
- appetitlichορεκτικός νόστιμος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφορεκτικός νόστιμος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ