οπισθοδρομώ
[opisθoðroˈmo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- zurückweichenοπισθοδρομώ πηγαίνω προς τα πίσωοπισθοδρομώ πηγαίνω προς τα πίσω
- zurückgehen, zurückbleibenοπισθοδρομώ ενεργώ αναχρονιστικάοπισθοδρομώ ενεργώ αναχρονιστικά