„οξιδώνω“: μεταβατικό ρήμα οξιδώνω [oksiˈðono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) oxidieren oxidieren οξιδώνω χημεία | Chemieχημ οξιδώνω χημεία | Chemieχημ