ομαλότητα
[omaˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ebenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fομαλότητα επιφάνειαςομαλότητα επιφάνειας
- Normalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fομαλότητα κανονική κατάστασηομαλότητα κανονική κατάσταση