„οικουμενικός“ οικουμενικός [ikumeniˈkos], οικουμενική, οικουμενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Welt- Welt- οικουμενικός παγκόσμιος οικουμενικός παγκόσμιος