„οικειοποιούμαι“: αποθετικό ρήμα οικειοποιούμαι [ikjiopiˈume]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-ήθηκα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich aneignen sich aneignen οικειοποιούμαι οικειοποιούμαι