οίδημα
[ˈiðima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ödemουδέτερο | Neutrum, sächlich nοίδημα ιατρική | MedizinιατρSchwellungθηλυκό | Femininum, weiblich fοίδημα ιατρική | Medizinιατροίδημα ιατρική | Medizinιατρ