ξεσηκώνω
[ksesiˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- drängenξεσηκώνω παρακινώξεσηκώνω παρακινώ
- hetzenξεσηκώνω ερεθίζωξεσηκώνω ερεθίζω
- aufwiegeln (κατά+γενική | +Genitiv +gen gegen)ξεσηκώνω εξεγείρωξεσηκώνω εξεγείρω
- durchpausen, nachzeichnenξεσηκώνω κάνω αντιγραφήξεσηκώνω κάνω αντιγραφή