„ξεμωραίνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεμωραίνομαι [ksemoˈrenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp οικείο | umgangssprachlichοικ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verkalken verkalken ξεμωραίνομαι άτομο ξεμωραίνομαι άτομο