ξεθωριάζω
[kseθoˈrjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- entfärbenξεθωριάζω κουρτίνα, ύφασμαξεθωριάζω κουρτίνα, ύφασμα
- verblassenξεθωριάζω κ. ανάμνησηξεθωριάζω κ. ανάμνηση
- Farbe verlieren, ausbleichenξεθωριάζω ξεβάφωξεθωριάζω ξεβάφω