ξεβάφω
[kseˈvafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- entfärbenξεβάφω αφαιρώ το χρώμαξεβάφω αφαιρώ το χρώμα
- abschminkenξεβάφω για μεικάπξεβάφω για μεικάπ
ξεβάφω
[kseˈvafo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -φτηκα; -μμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich entfärben, ausbleichen, abfärbenξεβάφω χάνω το χρώμα μουξεβάφω χάνω το χρώμα μου