ξαφνικός
[ksafniˈkos], ξαφνική, ξαφνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- plötzlichξαφνικόςξαφνικός
- unerwartet, überraschendξαφνικός απρόσμενοςξαφνικός απρόσμενος
- abruptξαφνικός απότομοςξαφνικός απότομος
Beispiele
- ξαφνική έμπνευσηθηλυκό | Femininum, weiblich fGeistesblitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m