„ντύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ντύνομαι [ˈdinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich anziehen, sich kleiden sich anziehen ντύνομαι βάζω τα ρούχα μου ντύνομαι βάζω τα ρούχα μου sich kleiden ντύνομαι συνηθίζω να φορώ ντύνομαι συνηθίζω να φορώ