„ντουβάρια“: πληθυντικός ουδετέρου ντουβάρια [duˈvaria]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Gemäuer Gemäuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντουβάρια ντουβάρια