νούφαρο
[ˈnufaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Seeroseθηλυκό | Femininum, weiblich fνούφαρο βοτανική | BotanikβοτWasserlilieθηλυκό | Femininum, weiblich fνούφαρο βοτανική | Botanikβοτνούφαρο βοτανική | Botanikβοτ