„νοτιοανατολικά“: πληθυντικός ουδετέρου νοτιοανατολικά [notioanatoliˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Südosten Südostenαρσενικό | Maskulinum, männlich m νοτιοανατολικά νοτιοανατολικά